τεφροδόχη

τεφροδόχη
η, Ν
τεφροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… …   Dictionary of Greek

  • στέγος — (I) τὸ, Α 1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.) 2. κατοικία, οικοδόμημα 3. πρόδομος οικοδομήματος 4. τάφος 5. κάλπη, τεφροδόχη 6. πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* + κατάλ. ουδ. ος. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”